- θερμομόνωση
- (Οικολ.). Προσαρμοστικές μεταβολές των ποικιλόθερμων οργανισμών των ψυχρών περιοχών της Γης με τις οποίες καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν τις απώλειες θερμότητας προς το εξωτερικό περιβάλλον. Οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές –αλλά όχι οι μοναδικές– είναι: α) η συγκράτηση στην επιφάνεια του σώματος ενός σημαντικού στρώματος αέρα, ο οποίος αποτελεί εξαιρετικό μονωτικό στρώμα. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετεί το φτέρωμα των πουλιών που γίνεται όλο και πιο πλούσιο καθώς προχωρούμε από τις νότιες προς τις βόρειες περιοχές της Γης, όπως επίσης το πυκνό και μακρύ τρίχωμα των θηλαστικών. Σε πολλά είδη μάλιστα των ψυχρών περιοχών το τρίχωμα αυξάνεται κατά την ψυχρή εποχή του έτους, ώστε να προσφέρει μεγαλύτερη προστασία. Ενδεικτικά, το καλοκαιρινό τρίχωμα του ταράνδου έχει πάχος 0,74 εκ., το οποίο το χειμώνα φτάνει τα 3,28 εκ. με την ανάπτυξη ενός στρώματος υποδόριου λίπους, το οποίο είναι επίσης καλό θερμομονωτικό και έχει την πρόσθετη αξία ότι σε ώρα ανάγκης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του οργανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.