θερμομόνωση

θερμομόνωση
(Οικολ.). Προσαρμοστικές μεταβολές των ποικιλόθερμων οργανισμών των ψυχρών περιοχών της Γης με τις οποίες καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν τις απώλειες θερμότητας προς το εξωτερικό περιβάλλον. Οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές –αλλά όχι οι μοναδικές– είναι: α) η συγκράτηση στην επιφάνεια του σώματος ενός σημαντικού στρώματος αέρα, ο οποίος αποτελεί εξαιρετικό μονωτικό στρώμα. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετεί το φτέρωμα των πουλιών που γίνεται όλο και πιο πλούσιο καθώς προχωρούμε από τις νότιες προς τις βόρειες περιοχές της Γης, όπως επίσης το πυκνό και μακρύ τρίχωμα των θηλαστικών. Σε πολλά είδη μάλιστα των ψυχρών περιοχών το τρίχωμα αυξάνεται κατά την ψυχρή εποχή του έτους, ώστε να προσφέρει μεγαλύτερη προστασία. Ενδεικτικά, το καλοκαιρινό τρίχωμα του ταράνδου έχει πάχος 0,74 εκ., το οποίο το χειμώνα φτάνει τα 3,28 εκ. με την ανάπτυξη ενός στρώματος υποδόριου λίπους, το οποίο είναι επίσης καλό θερμομονωτικό και έχει την πρόσθετη αξία ότι σε ώρα ανάγκης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του οργανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θερμομόνωση — η η μόνωση κάποιου χώρου με διάφορα υλικά ώστε να αποφεύγεται η απώλεια θερμότητας από το εσωτερικό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • λιπώδης — ες (Α λιπώδης, ῶδες) [λίπος] αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύς νεοελλ. 1. αυτός που έχει τις ιδιότητες τού λίπους 2. φρ. α) «λιπώδης ιστός» βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”